Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλιόφιλος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παιδόφιλος
-
παλιός
)
Συνώνυμα
φίλος
σύντροφος
γνωστός
3
Αντώνυμα
εχθρός
αντίπαλος
2
Ορισμός
Πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει φιλικές σχέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.
1
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι παλιόφιλος μου από το σχολείο.
Συναντήσαμε έναν παλιόφιλο στο πάρκο.
2