1. Λέξη
    παλουκώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: πλακώνομαι - παίρνομαι - σηκώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ντύνομαι άτσαλα
    • ντύνομαι χυδαία
    • ντύνομαι χωρίς γούστο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ντύνομαι κομψά
    • ντύνομαι με γούστο
    • ντύνομαι κομψά
    3
  4. Ορισμός
    • Ντύνομαι με τρόπο άκομψο, χωρίς γούστο ή με υπερβολικά φανταχτερά ρούχα.
    • Εμφανίζομαι δημόσια με ακατάλληλη ενδυμασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Παλουκώθηκε για το πάρτι και όλοι την κοιτούσαν περίεργα.
    • Δεν μπορώ να πιστέψω ότι παλουκώθηκε έτσι για την επίσημη δεξίωση.
    2