Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παλουκώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πλακώνομαι
-
παίρνομαι
-
σηκώνομαι
)
Συνώνυμα
ντύνομαι άτσαλα
ντύνομαι χυδαία
ντύνομαι χωρίς γούστο
3
Αντώνυμα
ντύνομαι κομψά
ντύνομαι με γούστο
ντύνομαι κομψά
3
Ορισμός
Ντύνομαι με τρόπο άκομψο, χωρίς γούστο ή με υπερβολικά φανταχτερά ρούχα.
Εμφανίζομαι δημόσια με ακατάλληλη ενδυμασία.
2
Παραδείγματα
Παλουκώθηκε για το πάρτι και όλοι την κοιτούσαν περίεργα.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι παλουκώθηκε έτσι για την επίσημη δεξίωση.
2