1. Συνώνυμα
    • συγκρούομαι
    • μαλώνω
    • τσακώνομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • συμφωνώ
    • συνεργάζομαι
    • ηρεμώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε φυσική ή μεταφορική σύγκρουση με κάποιον ή κάτι.
    • Να εμπλέκομαι σε καυγά ή έντονη διαμάχη.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι δύο ομάδες πλακώθηκαν μετά το τέλος του αγώνα.
    • Οι γείτονες πλακώθηκαν για ένα μικρό θέμα.
    2