Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλακώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τσακώνομαι
-
πληγώνομαι
-
πληρώνομαι
-
πλακώνω
-
πλένομαι
-
παλουκώνομαι
-
σηκώνομαι
-
δαγκώνομαι
-
πλακώσω
-
χώνομαι
-
ξεσηκώνομαι
)
Συνώνυμα
συγκρούομαι
μαλώνω
τσακώνομαι
3
Αντώνυμα
συμφωνώ
συνεργάζομαι
ηρεμώ
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε φυσική ή μεταφορική σύγκρουση με κάποιον ή κάτι.
Να εμπλέκομαι σε καυγά ή έντονη διαμάχη.
2
Παραδείγματα
Οι δύο ομάδες πλακώθηκαν μετά το τέλος του αγώνα.
Οι γείτονες πλακώθηκαν για ένα μικρό θέμα.
2