1. Συνώνυμα
    • σηκώνομαι
    • ανεβαίνω
    • εγείρομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • καθίζω
    • ξαπλώνω
    • πέφτω
    3
  3. Ορισμός
    • Να μετακινούμαι από μια χαμηλότερη θέση σε μια υψηλότερη.
    • Να εγείρομαι από μια θέση ανάπαυσης ή καθίσματος.
    • Να ανεβαίνω σε ύψος ή επίπεδο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Σηκώνομαι από το κρεβάτι κάθε πρωί στις 7 π.μ.
    • Ο ήλιος σηκώνεται από την ανατολή.
    • Σηκώθηκε από την καρέκλα για να χαιρετήσει τους επισκέπτες.
    3