Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σηκώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσηκώνομαι
-
σηκώνω
-
σκοτώνομαι
-
δαγκώνομαι
-
πλακώνομαι
-
τσακώνομαι
-
χώνομαι
-
ενώνομαι
-
σέρνομαι
-
υψώνομαι
-
σηκώνετε
-
παλουκώνομαι
)
Συνώνυμα
σηκώνομαι
ανεβαίνω
εγείρομαι
3
Αντώνυμα
καθίζω
ξαπλώνω
πέφτω
3
Ορισμός
Να μετακινούμαι από μια χαμηλότερη θέση σε μια υψηλότερη.
Να εγείρομαι από μια θέση ανάπαυσης ή καθίσματος.
Να ανεβαίνω σε ύψος ή επίπεδο.
3
Παραδείγματα
Σηκώνομαι από το κρεβάτι κάθε πρωί στις 7 π.μ.
Ο ήλιος σηκώνεται από την ανατολή.
Σηκώθηκε από την καρέκλα για να χαιρετήσει τους επισκέπτες.
3