Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παντρεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
παντρεμένη
-
λατρεμένος
-
παντρεύω
-
παγωμένος
-
παντρευτώ
)
Συνώνυμα
συζευγμένος
ενωμένος
δεσμευμένος
3
Αντώνυμα
ανύπαντρος
ελεύθερος
χωρισμένος
3
Ορισμός
Όταν κάποιος έχει συνάψει γάμο με άλλο άτομο.
Όταν κάποιος βρίσκεται σε νόμιμη σχέση γάμου.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι παντρεμένος με την Μαρία εδώ και δέκα χρόνια.
Η θεία μου είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
2