1. Λέξη
    παντρεμένος (επίθετο) - (παρόμοια: παντρεμένη - λατρεμένος - παντρεύω - παγωμένος - παντρευτώ)
  2. Συνώνυμα
    • συζευγμένος
    • ενωμένος
    • δεσμευμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανύπαντρος
    • ελεύθερος
    • χωρισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Όταν κάποιος έχει συνάψει γάμο με άλλο άτομο.
    • Όταν κάποιος βρίσκεται σε νόμιμη σχέση γάμου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι παντρεμένος με την Μαρία εδώ και δέκα χρόνια.
    • Η θεία μου είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
    2