Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παντρεμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
παντρεμένος
-
παντρεύω
-
παντρευτώ
-
παντρεύομαι
)
Συνώνυμα
συζευγμένη
ενωμένη
δεμένη
3
Αντώνυμα
ανύπαντρη
ελεύθερη
χωρισμένη
3
Ορισμός
Όσος ή όση έχει παντρευτεί και βρίσκεται σε γάμο.
Όσος ή όση έχει συνάψει γάμο και ζει σε νόμιμη ένωση.
2
Παραδείγματα
Η Μαρία είναι παντρεμένη εδώ και πέντε χρόνια.
Η παντρεμένη γυναίκα φορούσε ένα όμορφο δαχτυλίδι.
2