1. Λέξη
    παντρεμένη (επίθετο) - (παρόμοια: παντρεμένος - παντρεύω - παντρευτώ - παντρεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συζευγμένη
    • ενωμένη
    • δεμένη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανύπαντρη
    • ελεύθερη
    • χωρισμένη
    3
  4. Ορισμός
    • Όσος ή όση έχει παντρευτεί και βρίσκεται σε γάμο.
    • Όσος ή όση έχει συνάψει γάμο και ζει σε νόμιμη ένωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Μαρία είναι παντρεμένη εδώ και πέντε χρόνια.
    • Η παντρεμένη γυναίκα φορούσε ένα όμορφο δαχτυλίδι.
    2