Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παντρεύτηκες (ρήμα) - (παρόμοια:
παντρεύω
-
παντρεύομαι
-
παντρευτώ
)
Συνώνυμα
νυμφεύτηκες
έκανες γάμο
2
Αντώνυμα
χώρισες
έλυσες τον γάμο
2
Ορισμός
Έκανες γάμο με κάποιον.
Έλαβες μέρος σε μια τελετή γάμου.
2
Παραδείγματα
Παντρεύτηκες πέρυσι το καλοκαίρι;
Όταν παντρεύτηκες, πόσοι καλεσμένοι ήταν;
2