1. Συνώνυμα
    • επιμήκυνση
    • παράταση χρόνου
    • προέκταση
    3
  2. Αντώνυμα
    • συντόμευση
    • περικοπή
    • βράχυνση
    3
  3. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να παρατείνεις κάτι σε χρόνο ή σε μήκος.
    • Η παράταση ενός χρονικού διαστήματος, όπως μιας προθεσμίας ή μιας συμφωνίας.
    • Στην αθλητική ορολογία, η πρόσθετη χρονική περίοδος που δίνεται σε έναν αγώνα όταν δεν υπάρχει νικητής στην κανονική διάρκεια.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η παράταση της προθεσμίας έδωσε στους μαθητές περισσότερο χρόνο για να μελετήσουν.
    • Ο αγώνας κρίθηκε στην παράταση με ένα γκολ στο τελευταίο λεπτό.
    • Ζήτησαν παράταση για την ολοκλήρωση του έργου λόγω των καιρικών συνθηκών.
    3