Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράσταση
-
παράταξη
-
παράβαση
-
παράδοση
-
παρέλαση
-
παράλυση
-
παπαράτσι
-
παράκληση
-
παραβίαση
-
παρέμβαση
)
Συνώνυμα
επιμήκυνση
παράταση χρόνου
προέκταση
3
Αντώνυμα
συντόμευση
περικοπή
βράχυνση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να παρατείνεις κάτι σε χρόνο ή σε μήκος.
Η παράταση ενός χρονικού διαστήματος, όπως μιας προθεσμίας ή μιας συμφωνίας.
Στην αθλητική ορολογία, η πρόσθετη χρονική περίοδος που δίνεται σε έναν αγώνα όταν δεν υπάρχει νικητής στην κανονική διάρκεια.
3
Παραδείγματα
Η παράταση της προθεσμίας έδωσε στους μαθητές περισσότερο χρόνο για να μελετήσουν.
Ο αγώνας κρίθηκε στην παράταση με ένα γκολ στο τελευταίο λεπτό.
Ζήτησαν παράταση για την ολοκλήρωση του έργου λόγω των καιρικών συνθηκών.
3