Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράνυμφος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράνομος
-
παράγραφος
)
Συνώνυμα
νυφίτσα
παρανυφάκι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Η γυναίκα που συνοδεύει τη νύφη σε έναν γάμο και βοηθά στη διάρκεια της τελετής.
Η βοηθός της νύφης, συνήθως μια κοντή της φίλη ή συγγενής.
2
Παραδείγματα
Η παράνυμφος κράτησε το μπουκέτο της νύφης όταν αυτή ανταλλάχθηκε τα δαχτυλίδια.
Η αδερφή της νύφης ήταν η παράνυμφος και την βοήθησε να ετοιμαστεί για τον γάμο.
2