Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράγραφος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράγω
-
παράνυμφος
-
παράγκα
)
Συνώνυμα
ενότητα
τμήμα
κεφάλαιο
3
Αντώνυμα
ολότητα
σύνολο
2
Ορισμός
Ένα μέρος ενός κειμένου που αποτελεί αυτόνομη ενότητα και συνήθως αρχίζει με νέα γραμμή.
Μια ομάδα προτάσεων που αναπτύσσουν μια κεντρική ιδέα.
2
Παραδείγματα
Κάθε παράγραφος του βιβλίου μου φαίνεται να έχει μια μοναδική ιστορία να πει.
Σε αυτή την παράγραφο, ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρεια το τοπίο.
2