1. Λέξη
    παράγραφος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράγω - παράνυμφος - παράγκα)
  2. Συνώνυμα
    • ενότητα
    • τμήμα
    • κεφάλαιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολότητα
    • σύνολο
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα μέρος ενός κειμένου που αποτελεί αυτόνομη ενότητα και συνήθως αρχίζει με νέα γραμμή.
    • Μια ομάδα προτάσεων που αναπτύσσουν μια κεντρική ιδέα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε παράγραφος του βιβλίου μου φαίνεται να έχει μια μοναδική ιστορία να πει.
    • Σε αυτή την παράγραφο, ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρεια το τοπίο.
    2