Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραβώ
-
παραλήπτης
-
παρατραβάω
-
αναβάτης
)
Συνώνυμα
παρανομιστής
αυθαιρεσιάρης
παρασυρμένος
3
Αντώνυμα
υπάκουος
νομοταγής
πειθαρχημένος
3
Ορισμός
Αυτός που παραβαίνει τους κανόνες ή τους νόμους.
Αυτός που δεν υπακούει σε διατάξεις ή οδηγίες.
2
Παραδείγματα
Ο παραβάτης της κυκλοφορίας δεν σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι.
Ο μαθητής που ήταν συνεχώς παραβάτης τιμωρήθηκε από το σχολείο.
2