Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακέντηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραίτηση
-
παρανόηση
-
παρακολούθηση
-
παραίσθηση
-
παραποίηση
-
παραχώρηση
-
παρακώλυση
-
παρατήρηση
)
Συνώνυμα
παρακεντίαση
παρακεντητική επέμβαση
2
Αντώνυμα
αφαίμαξη
αφαίρεση
2
Ορισμός
Η διαδικασία κατά την οποία εκτελείται μια τρύπα ή τρυπάνιση σε έναν ιστό ή όργανο για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς.
Μια ιατρική επέμβαση που περιλαμβάνει την τοποθέτηση μιας βελόνας ή άλλου εργαλείου σε έναν ιστό για να αφαιρεθεί υγρό ή να εισαχθεί φάρμακο.
2
Παραδείγματα
Η παρακέντηση του θώρακα πραγματοποιήθηκε για να απομακρυνθεί το υπερβολικό υγρό από τους πνεύμονες.
Μετά την παρακέντηση, ο ασθενής ένιωσε άμεση ανακούφιση από τον πόνο.
2