1. Συνώνυμα
    • παρακεντίαση
    • παρακεντητική επέμβαση
    2
  2. Αντώνυμα
    • αφαίμαξη
    • αφαίρεση
    2
  3. Ορισμός
    • Η διαδικασία κατά την οποία εκτελείται μια τρύπα ή τρυπάνιση σε έναν ιστό ή όργανο για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς.
    • Μια ιατρική επέμβαση που περιλαμβάνει την τοποθέτηση μιας βελόνας ή άλλου εργαλείου σε έναν ιστό για να αφαιρεθεί υγρό ή να εισαχθεί φάρμακο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η παρακέντηση του θώρακα πραγματοποιήθηκε για να απομακρυνθεί το υπερβολικό υγρό από τους πνεύμονες.
    • Μετά την παρακέντηση, ο ασθενής ένιωσε άμεση ανακούφιση από τον πόνο.
    2