1. Λέξη
    παρακώλυση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράλυση - παρακμή - παρακέντηση)
  2. Συνώνυμα
    • εμπόδιο
    • αποκλεισμός
    • πρόσκομμα
    • δυσκολία
    4
  3. Αντώνυμα
    • βοήθεια
    • διευκόλυνση
    • υποστήριξη
    • επιτέλεση
    4
  4. Ορισμός
    • Κάτι που εμποδίζει ή καθυστερεί την πρόοδο ή την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.
    • Η ενέργεια του να παρεμποδίζεις κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η έλλειψη χρημάτων αποτελεί μεγάλη παρακώλυση για την υλοποίηση του έργου.
    • Οι πολλές διακοπές ήταν η κύρια παρακώλυση στην ολοκλήρωση της εργασίας.
    2