Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακώλυση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράλυση
-
παρακμή
-
παρακέντηση
)
Συνώνυμα
εμπόδιο
αποκλεισμός
πρόσκομμα
δυσκολία
4
Αντώνυμα
βοήθεια
διευκόλυνση
υποστήριξη
επιτέλεση
4
Ορισμός
Κάτι που εμποδίζει ή καθυστερεί την πρόοδο ή την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.
Η ενέργεια του να παρεμποδίζεις κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η έλλειψη χρημάτων αποτελεί μεγάλη παρακώλυση για την υλοποίηση του έργου.
Οι πολλές διακοπές ήταν η κύρια παρακώλυση στην ολοκλήρωση της εργασίας.
2