Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακολούθηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρακολούθησέ
-
παρακολουθώ
-
παρακολουθήσω
-
παραίσθηση
-
παρακέντηση
-
παρακολουθούμαι
-
παρακουώ
)
Συνώνυμα
παρατήρηση
εποπτεία
επίβλεψη
3
Αντώνυμα
αμέλεια
αδιαφορία
παράλειψη
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της παρακολούθησης κάποιου ή κάτι, με σκοπό την παρατήρηση ή την καταγραφή της συμπεριφοράς ή των ενεργειών του.
Η συνεχής παρατήρηση ή παρακολούθηση μιας κατάστασης ή μιας διαδικασίας για την εξασφάλιση της ορθής λειτουργίας της.
2
Παραδείγματα
Η παρακολούθηση της συμπεριφοράς των μαθητών είναι σημαντική για την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η παρακολούθηση της πορείας του ασθενή από τους γιατρούς ήταν απαραίτητη για την επιτυχή θεραπεία του.
2