1. Συνώνυμα
    • ικετεύω
    • προσεύχομαι
    • αιτώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • απαιτώ
    • διατάσσω
    2
  3. Ορισμός
    • Να ζητάς κάτι με έκκληση ή ικεσία.
    • Να εκφράζεις επιθυμία ή ανάγκη με τρόπο ταπεινό ή θερμό.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Τον παρακάλεσε να της συγχωρήσει.
    • Παρακάλεσε τον θεό για βοήθεια.
    2