Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακαλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρακαλώ
-
παρακαλούμαι
-
παρακμή
-
παρατάω
-
παρακινώ
-
παραλάβω
-
παρακάτω
-
παρακάνω
-
παρακουώ
)
Συνώνυμα
ικετεύω
προσεύχομαι
αιτώ
3
Αντώνυμα
απαιτώ
διατάσσω
2
Ορισμός
Να ζητάς κάτι με έκκληση ή ικεσία.
Να εκφράζεις επιθυμία ή ανάγκη με τρόπο ταπεινό ή θερμό.
2
Παραδείγματα
Τον παρακάλεσε να της συγχωρήσει.
Παρακάλεσε τον θεό για βοήθεια.
2