Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρατάω (ρήμα) - (παρόμοια:
πατάω
-
παρατώ
-
παρατραβάω
-
παρατήσω
-
παρατηρώ
-
παρατραβώ
-
παραταχθώ
-
παρακαλάω
-
κρατάω
-
παραβώ
-
παρατήρηση
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπω
αφήνω
σταματώ
3
Αντώνυμα
συνεχίζω
εξακολουθώ
προχωρώ
3
Ορισμός
Να σταματήσει κάποιος να κάνει κάτι ή να συμμετέχει σε κάτι.
Να εγκαταλείψει κάποιος μια προσπάθεια ή μια δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Παράτησε τη δουλειά του χωρίς προειδοποίηση.
Δεν μπορώ να παρατήσω αυτό το έργο, είναι πολύ σημαντικό για μένα.
2