1. Συνώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • αφήνω
    • σταματώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • συνεχίζω
    • εξακολουθώ
    • προχωρώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να σταματήσει κάποιος να κάνει κάτι ή να συμμετέχει σε κάτι.
    • Να εγκαταλείψει κάποιος μια προσπάθεια ή μια δραστηριότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Παράτησε τη δουλειά του χωρίς προειδοποίηση.
    • Δεν μπορώ να παρατήσω αυτό το έργο, είναι πολύ σημαντικό για μένα.
    2