Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παραπομπή
-
παραποίηση
-
ποιώ
-
παραπάνω
-
παραπέρα
-
παραπονέομαι
-
παραπονιέμαι
-
παραπλανώ
-
παραπέμπω
)
Συνώνυμα
αλλοιώνω
παραβιάζω
πλαστογραφώ
3
Αντώνυμα
διατηρώ
προστατεύω
εξακριβώνω
3
Ορισμός
Να αλλάζω κάτι με τρόπο ώστε να μην είναι πλέον αυθεντικό ή ακριβές.
Να μεταβάλλω ή να διαστρεβλώνω τα γεγονότα ή την πραγματικότητα.
2
Παραδείγματα
Παραποίησε τα έγγραφα για να κερδίσει το δικαστήριο.
Η εφημερίδα κατηγορήθηκε ότι παραποίησε τα λεγόμενα του πολιτικού.
2