1. Συνώνυμα
    • αλλοιώνω
    • παραβιάζω
    • πλαστογραφώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • διατηρώ
    • προστατεύω
    • εξακριβώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να αλλάζω κάτι με τρόπο ώστε να μην είναι πλέον αυθεντικό ή ακριβές.
    • Να μεταβάλλω ή να διαστρεβλώνω τα γεγονότα ή την πραγματικότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Παραποίησε τα έγγραφα για να κερδίσει το δικαστήριο.
    • Η εφημερίδα κατηγορήθηκε ότι παραποίησε τα λεγόμενα του πολιτικού.
    2