1. Λέξη
    παρασέρνω (ρήμα) - (παρόμοια: παρασύρω - παρακάνω - παραπάνω - παραμένω)
  2. Συνώνυμα
    • σέρνω
    • τραβώ
    • οδηγώ
    • προκαλώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • απωθώ
    • αποτρέπω
    • εμποδίζω
    3
  4. Ορισμός
    • να κάνω κάποιον ή κάτι να ακολουθήσει με βία ή πειστικότητα
    • να επηρεάζω κάποιον να κάνει κάτι που ίσως δεν θα έκανε διαφορετικά
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι συνθήκες μπορούν να παρασύρουν ακόμα και τους πιο δυνατούς ανθρώπους.
    • Προσπάθησε να με παρασύρει στη συζήτηση, αλλά δεν ενδιαφέρθηκα.
    2