Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρασέρνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρασύρω
-
παρακάνω
-
παραπάνω
-
παραμένω
)
Συνώνυμα
σέρνω
τραβώ
οδηγώ
προκαλώ
4
Αντώνυμα
απωθώ
αποτρέπω
εμποδίζω
3
Ορισμός
να κάνω κάποιον ή κάτι να ακολουθήσει με βία ή πειστικότητα
να επηρεάζω κάποιον να κάνει κάτι που ίσως δεν θα έκανε διαφορετικά
2
Παραδείγματα
Οι συνθήκες μπορούν να παρασύρουν ακόμα και τους πιο δυνατούς ανθρώπους.
Προσπάθησε να με παρασύρει στη συζήτηση, αλλά δεν ενδιαφέρθηκα.
2