1. Λέξη
    παρασύρω (ρήμα) - (παρόμοια: παρασύρομαι - παρασέρνω - παρασκευή)
  2. Συνώνυμα
    • τραβώ
    • σέρνω
    • οδηγώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • απωθώ
    • απομακρύνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να τραβήξω κάτι ή κάποιον με δύναμη, συχνά προκαλώντας δυσκολία ή αντίσταση.
    • Να επηρεάσω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θα έκανε διαφορετικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνεμος παρασύρει τα φύλλα από τα δέντρα.
    • Οι συνθήκες τον παρασύρτηκαν να κάνει μια λάθος επιλογή.
    2