Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρασύρω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρασύρομαι
-
παρασέρνω
-
παρασκευή
)
Συνώνυμα
τραβώ
σέρνω
οδηγώ
3
Αντώνυμα
απωθώ
απομακρύνω
2
Ορισμός
Να τραβήξω κάτι ή κάποιον με δύναμη, συχνά προκαλώντας δυσκολία ή αντίσταση.
Να επηρεάσω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θα έκανε διαφορετικά.
2
Παραδείγματα
Ο άνεμος παρασύρει τα φύλλα από τα δέντρα.
Οι συνθήκες τον παρασύρτηκαν να κάνει μια λάθος επιλογή.
2