Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρασκήνιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρασκευή
-
παρασκευάζω
)
Συνώνυμα
σκηνικό
υπόβαθρο
πίσωθρο
3
Αντώνυμα
προσκήνιο
κύριο σκηνικό
2
Ορισμός
Το χώρο πίσω από τη σκηνή στο θέατρο, όπου ετοιμάζονται οι ηθοποιοί και τα σκηνικά.
Κατά μεταφορική χρήση, οι κρυφές δραστηριότητες ή οι πραγματικοί λόγοι πίσω από ένα γεγονός ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Οι ηθοποιοί βρίσκονταν στο παρασκήνιο, έτοιμοι να εμφανιστούν στη σκηνή.
Οι πολιτικές συζητήσεις συχνά κρύβουν πολλά παρασκήνια που ο κόσμος δεν γνωρίζει.
2