1. Λέξη
    παρασκευή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρασκευάζω - παρασκήνιο - διασκευή - παρασύρω)
  2. Συνώνυμα
    • προετοιμασία
    • ετοιμασία
    2
  3. Αντώνυμα
    • απροετοιμασία
    • αμεριμνησία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της προετοιμασίας για κάτι.
    • Η πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, μετά την Πέμπτη και πριν από το Σάββατο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παρασκευή για τις εξετάσεις απαιτεί πολλή μελέτη.
    • Αύριο είναι Παρασκευή, οπότε θα πάμε για φαγητό έξω.
    2