1. Λέξη
    παρασκευάζω (ρήμα) - (παρόμοια: παρασκευή - κατασκευάζω - παραβιάζω - επισκευάζω - παρασκήνιο)
  2. Συνώνυμα
    • ετοιμάζω
    • προετοιμάζω
    • συνθέτω
    • κατασκευάζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • αποσυναρμολογώ
    • διαλύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι έτοιμο για χρήση ή κατανάλωση.
    • Να δημιουργώ ή να φτιάχνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Να οργανώνω ή να προετοιμάζω κάτι για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Παρασκεύασε το φαγητό για το δείπνο.
    • Ο φαρμακοποιός παρασκεύασε το φάρμακο σύμφωνα με τη συνταγή.
    • Πρέπει να παρασκευάσουμε τα απαραίτητα έγγραφα για τη συνάντηση.
    3