Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρασκευάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρασκευή
-
κατασκευάζω
-
παραβιάζω
-
επισκευάζω
-
παρασκήνιο
)
Συνώνυμα
ετοιμάζω
προετοιμάζω
συνθέτω
κατασκευάζω
4
Αντώνυμα
καταστρέφω
αποσυναρμολογώ
διαλύω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι έτοιμο για χρήση ή κατανάλωση.
Να δημιουργώ ή να φτιάχνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
Να οργανώνω ή να προετοιμάζω κάτι για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
3
Παραδείγματα
Παρασκεύασε το φαγητό για το δείπνο.
Ο φαρμακοποιός παρασκεύασε το φάρμακο σύμφωνα με τη συνταγή.
Πρέπει να παρασκευάσουμε τα απαραίτητα έγγραφα για τη συνάντηση.
3