Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρενέργεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ενέργεια
-
ραδιενέργεια
-
συνέργεια
-
περιέργεια
)
Συνώνυμα
παρενέργεια
παρενέργεια
παρενέργεια
3
Αντώνυμα
κύρια δράση
κύριο αποτέλεσμα
2
Ορισμός
Μια δευτερεύουσα ή απροσδόκητη συνέπεια μιας ενέργειας ή μιας θεραπείας.
Ένα αποτέλεσμα που δεν ήταν το κύριο σκοπό μιας ενέργειας.
2
Παραδείγματα
Μια παρενέργεια του φαρμάκου ήταν η ζάλη.
Η αύξηση της ανεργίας ήταν μια παρενέργεια των οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
2