Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρθένα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρθένος
-
παρθεί
)
Συνώνυμα
κορίτσι
αγνή
αμόλυντη
3
Αντώνυμα
έμπειρη
μολυσμένη
ανήθικη
3
Ορισμός
Μία γυναίκα που δεν έχει εμπλακεί σε σεξουαλικές σχέσεις.
Μία γυναίκα που διατηρεί την αγνότητά της και δεν έχει παντρευτεί.
2
Παραδείγματα
Η παρθένα έδωσε όρκο να διατηρήσει την αγνότητά της μέχρι τον γάμο.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι παρθένες ήταν ιερές και προστατευόμενες από τις θεότητες.
2