1. Λέξη
    παρθένα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρθένος - παρθεί)
  2. Συνώνυμα
    • κορίτσι
    • αγνή
    • αμόλυντη
    3
  3. Αντώνυμα
    • έμπειρη
    • μολυσμένη
    • ανήθικη
    3
  4. Ορισμός
    • Μία γυναίκα που δεν έχει εμπλακεί σε σεξουαλικές σχέσεις.
    • Μία γυναίκα που διατηρεί την αγνότητά της και δεν έχει παντρευτεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παρθένα έδωσε όρκο να διατηρήσει την αγνότητά της μέχρι τον γάμο.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι παρθένες ήταν ιερές και προστατευόμενες από τις θεότητες.
    2