1. Λέξη
    παρθένος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρθένα - παρατημένος - παγωμένος - παράξενος - παρατεταμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κορίτσι
    • αγνός
    • αμόλυντος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μη παρθένος
    • μολυσμένος
    • βέβηλος
    3
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που δεν έχει εμπλακεί σε σεξουαλικές σχέσεις.
    • Πρόσωπο που διατηρεί την αγνότητά του, ιδιαίτερα σε θρησκευτικό πλαίσιο.
    • Στην αστρολογία, το ζώδιο της Ζωδιακής ζώνης που αντιστοιχεί σε όσους γεννήθηκαν μεταξύ 23 Αυγούστου και 22 Σεπτεμβρίου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η Μαρία ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκε.
    • Η παρθένος Μαρία είναι ένα σημαντικό πρόσωπο στον Χριστιανισμό.
    • Είμαι Παρθένος και γεννήθηκα στις 5 Σεπτεμβρίου.
    3