Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρθένος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρθένα
-
παρατημένος
-
παγωμένος
-
παράξενος
-
παρατεταμένος
)
Συνώνυμα
κορίτσι
αγνός
αμόλυντος
3
Αντώνυμα
μη παρθένος
μολυσμένος
βέβηλος
3
Ορισμός
Γυναίκα που δεν έχει εμπλακεί σε σεξουαλικές σχέσεις.
Πρόσωπο που διατηρεί την αγνότητά του, ιδιαίτερα σε θρησκευτικό πλαίσιο.
Στην αστρολογία, το ζώδιο της Ζωδιακής ζώνης που αντιστοιχεί σε όσους γεννήθηκαν μεταξύ 23 Αυγούστου και 22 Σεπτεμβρίου.
3
Παραδείγματα
Η Μαρία ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκε.
Η παρθένος Μαρία είναι ένα σημαντικό πρόσωπο στον Χριστιανισμό.
Είμαι Παρθένος και γεννήθηκα στις 5 Σεπτεμβρίου.
3