1. Λέξη
    παρατεταμένος (επίθετο) - (παρόμοια: παρατημένος - πεταμένος - τεταμένος - εκτεταμένος - παρατραβηγμένος - παραμένω - παρθένος)
  2. Συνώνυμα
    • μακροχρόνιος
    • διαρκής
    • επίμονος
    • χρονιζόμενος
    4
  3. Αντώνυμα
    • βραχυπρόθεσμος
    • στιγμιαίος
    • προσωρινός
    3
  4. Ορισμός
    • που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
    • που έχει παραταθεί πέρα από το αναμενόμενο ή το φυσιολογικό
    • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής έπασχε από παρατεταμένο πυρετό.
    • Η παρατεταμένη ξηρασία προκάλεσε σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες.
    • Μετά από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.
    3