Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρατεταμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
παρατημένος
-
πεταμένος
-
τεταμένος
-
εκτεταμένος
-
παρατραβηγμένος
-
παραμένω
-
παρθένος
)
Συνώνυμα
μακροχρόνιος
διαρκής
επίμονος
χρονιζόμενος
4
Αντώνυμα
βραχυπρόθεσμος
στιγμιαίος
προσωρινός
3
Ορισμός
που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
που έχει παραταθεί πέρα από το αναμενόμενο ή το φυσιολογικό
που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια
3
Παραδείγματα
Ο ασθενής έπασχε από παρατεταμένο πυρετό.
Η παρατεταμένη ξηρασία προκάλεσε σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες.
Μετά από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.
3