Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατάτα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πατάω
-
πατάρι
-
πατέντα
-
γλυκοπατάτα
)
Συνώνυμα
γεώμηλο
πατάτας
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Βοτανικό φυτό της οικογένειας των Σολανιδών, με βρώσιμους βολβούς.
Ο βολβός του φυτού αυτού, που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά μου φύτεψε πατάτες στον κήπο.
Σήμερα θα φτιάξουμε πατάτες τηγανητές.
2