1. Λέξη
    πατήρ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πατήσω - πατώ - πατήσουν)
  2. Συνώνυμα
    • πατέρας
    • γεννήτορας
    • προπάτορας
    3
  3. Αντώνυμα
    • γιος
    • θυγατέρα
    • παιδί
    3
  4. Ορισμός
    • ο άνδρας που έχει αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά
    • ο ιδρυτής ή ο ηγέτης μιας οικογένειας, φυλής ή κοινού
    • θρησκευτικός τίτλος, ειδικά στον Χριστιανισμό
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατήρ μου είναι γιατρός.
    • Ο Αβραάμ είναι γνωστός ως ο πατήρ πολλών εθνών.
    • Ο Πατήρ Σωτήρ είναι ένας από τους τίτλους του Θεού στον Χριστιανισμό.
    3