Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατατάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πιατάκι
-
πατάω
)
Συνώνυμα
τσιπς
πατατένιο τσιπς
κρακεράκι
3
Αντώνυμα
ολόκληρη πατάτα
φρέσκια πατάτα
2
Ορισμός
Ψημένο ή τηγανισμένο φέτα πατάτας, συνήθως αλατισμένο, που τρώγεται ως σνακ.
Μικρό κομμάτι πατάτας που έχει υποστεί επεξεργασία και σερβίρεται ως ελαφρύ σνακ.
2
Παραδείγματα
Αγόρασα ένα πατατάκι για να το φάω ενώ βλέπω την ταινία.
Τα πατατάκια είναι δημοφιλές σνακ σε όλο τον κόσμο.
2