1. Λέξη
    πιατάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πατατάκι - γατάκι - ματάκι - πραγματάκι - πλασματάκι - πηδηματάκι)
  2. Συνώνυμα
    • δισκάκι
    • πλακίδιο
    • ταψάκι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό πιάτο που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα φαγητού ή άλλων αντικειμένων.
    • Επίπεδο αντικείμενο, συνήθως κυκλικού σχήματος, που χρησιμοποιείται ως βάση ή για διακόσμηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καφέ σερβίρεται σε ένα μικρό πιατάκι.
    • Το πιατάκι στο τραπέζι κρατάει τα μπισκότα.
    2