1. Λέξη
    παϊδάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παιδάκι - παραδάκι - παγάκι - παπάκι)
  2. Συνώνυμα
    • νεογνό
    • βρέφος
    • μωρό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενήλικας
    • γέροντας
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό παιδί, ιδιαίτερα νεογέννητο ή σε πολύ μικρή ηλικία.
    • Ζώο σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, ιδιαίτερα πρόβατο ή κατσίκι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παϊδάκι κοιμόταν ήσυχα στην κούνια του.
    • Τα παϊδάκια βόσκηναν στο λιβάδι δίπλα στη μητέρα τους.
    2