Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παϊδάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παιδάκι
-
παραδάκι
-
παγάκι
-
παπάκι
)
Συνώνυμα
νεογνό
βρέφος
μωρό
3
Αντώνυμα
ενήλικας
γέροντας
2
Ορισμός
Μικρό παιδί, ιδιαίτερα νεογέννητο ή σε πολύ μικρή ηλικία.
Ζώο σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, ιδιαίτερα πρόβατο ή κατσίκι.
2
Παραδείγματα
Το παϊδάκι κοιμόταν ήσυχα στην κούνια του.
Τα παϊδάκια βόσκηναν στο λιβάδι δίπλα στη μητέρα τους.
2