Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πείραγμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πείραμα
-
πείρα
)
Συνώνυμα
προσβολή
ενοχλητική ενέργεια
παρενόχληση
3
Αντώνυμα
ανακούφιση
ανάπαυση
ηρεμία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πειράζω, δηλαδή η ενοχλητική ή εριστική συμπεριφορά προς κάποιον.
Κάτι που προκαλεί ενόχληση ή δυσφορία.
2
Παραδείγματα
Το συνεχές πείραγμα του μικρού αδελφού του τον έκανε να θυμώσει.
Το πείραγμα από τους συμμαθητές του τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
2