1. Λέξη
    πείραγμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πείραμα - πείρα)
  2. Συνώνυμα
    • προσβολή
    • ενοχλητική ενέργεια
    • παρενόχληση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακούφιση
    • ανάπαυση
    • ηρεμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πειράζω, δηλαδή η ενοχλητική ή εριστική συμπεριφορά προς κάποιον.
    • Κάτι που προκαλεί ενόχληση ή δυσφορία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το συνεχές πείραγμα του μικρού αδελφού του τον έκανε να θυμώσει.
    • Το πείραγμα από τους συμμαθητές του τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
    2