1. Λέξη
    πείρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πείραμα - πείραγμα - σπείρα)
  2. Συνώνυμα
    • εμπειρία
    • γνώση
    • διάπειρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • άγνοια
    • απειρία
    2
  4. Ορισμός
    • Η γνώση ή η ικανότητα που αποκτάται μέσω της συνεχούς άσκησης ή της παρατήρησης.
    • Το αποτέλεσμα της δράσης ή της συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες συνθήκες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πείρα του στη δουλειά τον έκανε πολύτιμο για την εταιρεία.
    • Μέσα από την πείρα έμαθε να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις.
    2