1. Λέξη
    πείραμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πείρα - πείραγμα - πείσμα)
  2. Συνώνυμα
    • δοκιμή
    • προσπάθεια
    • δοκιμασία
    3
  3. Αντώνυμα
    • βεβαιότητα
    • τελειότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια διαδικασία ή ενέργεια που πραγματοποιείται με σκοπό την ανακάλυψη, την επαλήθευση ή την επίδειξη κάποιου φαινομένου ή ιδιότητας.
    • Μια πρακτική δοκιμή ή εφαρμογή μιας θεωρίας ή μιας ιδέας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πείραμα στο εργαστήριο έδειξε ότι το νερό βράζει στους 100 βαθμούς Κελσίου.
    • Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν ένα πείραμα για να μελετήσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσονται τα βακτήρια.
    2