Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πείραμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πείρα
-
πείραγμα
-
πείσμα
)
Συνώνυμα
δοκιμή
προσπάθεια
δοκιμασία
3
Αντώνυμα
βεβαιότητα
τελειότητα
2
Ορισμός
Μια διαδικασία ή ενέργεια που πραγματοποιείται με σκοπό την ανακάλυψη, την επαλήθευση ή την επίδειξη κάποιου φαινομένου ή ιδιότητας.
Μια πρακτική δοκιμή ή εφαρμογή μιας θεωρίας ή μιας ιδέας.
2
Παραδείγματα
Το πείραμα στο εργαστήριο έδειξε ότι το νερό βράζει στους 100 βαθμούς Κελσίου.
Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν ένα πείραμα για να μελετήσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσονται τα βακτήρια.
2