Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περνάω (ρήμα) - (παρόμοια:
περνάτε
-
προσπερνάω
-
ξεπερνάω
-
περνώ
-
γερνάω
-
ξερνάω
-
κερνάω
-
πεινάω
)
Συνώνυμα
διασχίζω
προχωρώ
περνώ
3
Αντώνυμα
σταματώ
μένω
ακινητώ
3
Ορισμός
Κινώμαι από ένα σημείο σε ένα άλλο, διασχίζοντας μια απόσταση ή ένα χώρο.
Περνάω χρόνο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
Επιτυγχάνω μια εξέταση ή μια δοκιμασία.
3
Παραδείγματα
Περνάω από το πάρκο κάθε πρωί για να πάω στη δουλειά.
Πέρασα δύο ώρες να διαβάζω το βιβλίο.
Πέρασα τις εξετάσεις με επιτυχία.
3