1. Λέξη
    περνάω (ρήμα) - (παρόμοια: περνάτε - προσπερνάω - ξεπερνάω - περνώ - γερνάω - ξερνάω - κερνάω - πεινάω)
  2. Συνώνυμα
    • διασχίζω
    • προχωρώ
    • περνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • μένω
    • ακινητώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κινώμαι από ένα σημείο σε ένα άλλο, διασχίζοντας μια απόσταση ή ένα χώρο.
    • Περνάω χρόνο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    • Επιτυγχάνω μια εξέταση ή μια δοκιμασία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Περνάω από το πάρκο κάθε πρωί για να πάω στη δουλειά.
    • Πέρασα δύο ώρες να διαβάζω το βιβλίο.
    • Πέρασα τις εξετάσεις με επιτυχία.
    3