Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περάσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
περάσω
-
αγοράσουν
)
Συνώνυμα
διασχίζουν
περνούν
προχωρούν
3
Αντώνυμα
σταματούν
μένουν
ακινητοποιούνται
3
Ορισμός
Να κινηθούν από τη μια πλευρά στην άλλη.
Να συμβεί ή να λάβει χώρα.
Να περάσουν χρόνο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Οι φίλοι μου περάσαν από το σπίτι μου χθες.
Οι μέρες περάσαν γρήγορα κατά τη διάρκεια των διακοπών.
Πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια πριν γίνει αυτό.
3