Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
προσπεράσω
-
περάσουν
-
ξεπεράσω
-
διαπεράσω
-
γεράσω
-
ξεράσω
-
περάλτα
-
πεινάσω
)
Συνώνυμα
διασχίζω
περνώ
προχωρώ
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητοποιούμαι
μένω
3
Ορισμός
Να κινηθώ από τη μια πλευρά στην άλλη.
Να συμβεί ή να πραγματοποιηθεί κάτι.
Να περάσει ο χρόνος.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να περάσω τη γέφυρα για να φτάσω στο χωριό.
Η ώρα πέρασε γρήγορα ενώ μιλούσαμε.
Ο καιρός πέρασε και η ζέστη έφυγε.
3