1. Συνώνυμα
    • διασχίζω
    • περνώ
    • προχωρώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητοποιούμαι
    • μένω
    3
  3. Ορισμός
    • Να κινηθώ από τη μια πλευρά στην άλλη.
    • Να συμβεί ή να πραγματοποιηθεί κάτι.
    • Να περάσει ο χρόνος.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να περάσω τη γέφυρα για να φτάσω στο χωριό.
    • Η ώρα πέρασε γρήγορα ενώ μιλούσαμε.
    • Ο καιρός πέρασε και η ζέστη έφυγε.
    3