Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περίεργα (επίρρημα) - (παρόμοια:
περίεργο
-
περίεργος
-
περγαμηνή
)
Συνώνυμα
παράξενα
ασυνήθιστα
ιδιόρρυθμα
3
Αντώνυμα
φυσιολογικά
συνηθισμένα
κανονικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που προκαλεί απορία ή έκπληξη λόγω της ασυνήθιστης ή ασυνάρτητης συμπεριφοράς.
Με τρόπο που δείχνει περιέργεια ή ενδιαφέρον για κάτι.
2
Παραδείγματα
Συμπεριφέρθηκε περίεργα χθες το βράδυ, γεγονός που μας ανησύχησε.
Κοίταζε περίεργα γύρω του, σαν να περίμενε κάτι να συμβεί.
2