1. Λέξη
    περίεργα (επίρρημα) - (παρόμοια: περίεργο - περίεργος - περγαμηνή)
  2. Συνώνυμα
    • παράξενα
    • ασυνήθιστα
    • ιδιόρρυθμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • φυσιολογικά
    • συνηθισμένα
    • κανονικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που προκαλεί απορία ή έκπληξη λόγω της ασυνήθιστης ή ασυνάρτητης συμπεριφοράς.
    • Με τρόπο που δείχνει περιέργεια ή ενδιαφέρον για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συμπεριφέρθηκε περίεργα χθες το βράδυ, γεγονός που μας ανησύχησε.
    • Κοίταζε περίεργα γύρω του, σαν να περίμενε κάτι να συμβεί.
    2