1. Λέξη
    περίεργος (επίθετο) - (παρόμοια: περίεργο - περίεργα - περίοδος)
  2. Συνώνυμα
    • παράξενος
    • ασυνήθης
    • ιδιόμορφος
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνηθισμένος
    • κανονικός
    • συμβατικός
    3
  4. Ορισμός
    • που προκαλεί έκπληξη ή απορία λόγω της ασυνήθιστης φύσης του
    • που δείχνει υπερβολική περιέργεια
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκανε μια περίεργη κίνηση που δεν περίμενα κανείς.
    • Ο περίεργος τύπος κοίταζε συνεχώς γύρω του.
    2