Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περίεργο (επίθετο) - (παρόμοια:
περίεργος
-
περίεργα
)
Συνώνυμα
ασυνήθιστο
παράξενο
αλλόκοτο
εξωτικό
4
Αντώνυμα
συνηθισμένο
κανονικό
φυσιολογικό
οικείο
4
Ορισμός
Που προκαλεί έκπληξη ή απορία λόγω της ασυνήθιστης φύσης του.
Που δεν είναι σύμφωνο με τα συνηθισμένα ή τα αναμενόμενα.
Που χαρακτηρίζεται από ιδιότητες που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο.
3
Παραδείγματα
Αυτό το πράγμα είναι πραγματικά περίεργο, δεν το έχω ξαναδεί ποτέ.
Έκανε ένα περίεργο θόρυβο που με τρόμαξε.
Έχει μια περίεργη συνήθεια να μετράει τα βήματα του.
3