1. Λέξη
    περιβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: περιβάλλον - προβάλλω - επιβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • περικυκλώνω
    • αγκαλιάζω
    • περικλείω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομονώνω
    • ξεχωρίζω
    • αποσυνδέω
    3
  4. Ορισμός
    • Επικλύω ή περικυκλώνω κάτι ή κάποιον.
    • Περικλείω ή περιστοιχίζω κάτι με κάποιο τρόπο.
    • Παρέχω προστασία ή φροντίδα σε κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσος περιβάλλει το χωριό από όλες τις πλευρές.
    • Η αγάπη της οικογένειάς της την περιβάλλει σε κάθε δυσκολία.
    • Οι αρχαίοι Έλληνες περιέβαλλαν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση.
    3