Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
περιβάλλον
-
προβάλλω
-
επιβάλλω
)
Συνώνυμα
περικυκλώνω
αγκαλιάζω
περικλείω
3
Αντώνυμα
απομονώνω
ξεχωρίζω
αποσυνδέω
3
Ορισμός
Επικλύω ή περικυκλώνω κάτι ή κάποιον.
Περικλείω ή περιστοιχίζω κάτι με κάποιο τρόπο.
Παρέχω προστασία ή φροντίδα σε κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο δάσος περιβάλλει το χωριό από όλες τις πλευρές.
Η αγάπη της οικογένειάς της την περιβάλλει σε κάθε δυσκολία.
Οι αρχαίοι Έλληνες περιέβαλλαν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση.
3