Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιβάτης
-
εισβάλλω
-
βάλλω
-
περιβάλλω
-
αμφιβάλλω
)
Συνώνυμα
αναγκάζω
υποχρεώνω
προστάζω
3
Αντώνυμα
επιτρέπω
απαλλάσσω
απαγορεύω
3
Ορισμός
να αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι
να θέτω κάποιον υπό την υποχρέωση να συμμορφωθεί με κάτι
να διατάσσω με αυθεντικό τρόπο
3
Παραδείγματα
Ο νόμος επιβάλλει τη χρήση ζώνης ασφαλείας.
Ο δάσκαλος επιβάλλει την τήρηση του κανονισμού.
Η κυβέρνηση επιβάλλει νέους φόρους.
3