1. Λέξη
    επιβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: επιβάτης - εισβάλλω - βάλλω - περιβάλλω - αμφιβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • αναγκάζω
    • υποχρεώνω
    • προστάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτρέπω
    • απαλλάσσω
    • απαγορεύω
    3
  4. Ορισμός
    • να αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι
    • να θέτω κάποιον υπό την υποχρέωση να συμμορφωθεί με κάτι
    • να διατάσσω με αυθεντικό τρόπο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο νόμος επιβάλλει τη χρήση ζώνης ασφαλείας.
    • Ο δάσκαλος επιβάλλει την τήρηση του κανονισμού.
    • Η κυβέρνηση επιβάλλει νέους φόρους.
    3