1. Λέξη
    προβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: προσβάλλω - αποβάλλω - υποβάλλω - βάλλω - περιβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • εμφανίζω
    • παρουσιάζω
    • εκθέτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρύπτω
    • κρύβω
    • καλύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκθέτω κάτι προς θέαση ή γνώση.
    • Προωθώ μια ιδέα ή ένα σχέδιο.
    • Εμφανίζω κάτι ξαφνικά ή απροσδόκητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος πρόβαλε μια ερώτηση στην τάξη.
    • Η εταιρεία πρόβαλε ένα νέο προϊόν στην αγορά.
    • Απροσδόκητα, πρόβαλε ένα πρόβλημα κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
    3