1. Λέξη
    περιουσιακός (επίθετο) - (παρόμοια: περιουσιακό - περιστασιακός - περιουσία - περιφερειακός)
  2. Συνώνυμα
    • πλούσιος
    • ευκατάστατος
    • πλούτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • φτωχός
    • αδύναμος
    • έλλειψη
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την περιουσία ή τον πλούτο.
    • Που έχει σχέση με οικονομικούς πόρους ή περιουσιακά στοιχεία.
    • Που χαρακτηρίζεται από αφθονία ή μεγάλη οικονομική δύναμη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο περιουσιακός του δείκτης ήταν εντυπωσιακός.
    • Η εταιρεία διαθέτει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία.
    • Έχει μια περιουσιακή κατάσταση που του επιτρέπει να ζει άνετα.
    3