Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιουσιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
περιουσιακό
-
περιστασιακός
-
περιουσία
-
περιφερειακός
)
Συνώνυμα
πλούσιος
ευκατάστατος
πλούτος
3
Αντώνυμα
φτωχός
αδύναμος
έλλειψη
3
Ορισμός
Σχετικός με την περιουσία ή τον πλούτο.
Που έχει σχέση με οικονομικούς πόρους ή περιουσιακά στοιχεία.
Που χαρακτηρίζεται από αφθονία ή μεγάλη οικονομική δύναμη.
3
Παραδείγματα
Ο περιουσιακός του δείκτης ήταν εντυπωσιακός.
Η εταιρεία διαθέτει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία.
Έχει μια περιουσιακή κατάσταση που του επιτρέπει να ζει άνετα.
3