1. Λέξη
    περιφερειακός (επίθετο) - (παρόμοια: περιουσιακός - περιστασιακός - περιφέρεια)
  2. Συνώνυμα
    • τοπικός
    • εδαφικός
    • χωρικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κεντρικός
    • ολοκληρωμένος
    • συγκεντρωτικός
    3
  4. Ορισμός
    • που αφορά μια συγκεκριμένη περιοχή ή γεωγραφική ενότητα
    • που σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά ή τα προβλήματα μιας περιοχής
    • που δεν είναι κεντρικός αλλά βρίσκεται στην περιφέρεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η περιφερειακή αυτοδιοίκηση έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη της επαρχίας.
    • Οι περιφερειακοί δρόμοι συνδέουν τα μικρότερα χωριά με τις μεγαλύτερες πόλεις.
    • Η περιφερειακή διάλεκτος διαφέρει από την επίσημη γλώσσα.
    3