Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιφερειακός (επίθετο) - (παρόμοια:
περιουσιακός
-
περιστασιακός
-
περιφέρεια
)
Συνώνυμα
τοπικός
εδαφικός
χωρικός
3
Αντώνυμα
κεντρικός
ολοκληρωμένος
συγκεντρωτικός
3
Ορισμός
που αφορά μια συγκεκριμένη περιοχή ή γεωγραφική ενότητα
που σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά ή τα προβλήματα μιας περιοχής
που δεν είναι κεντρικός αλλά βρίσκεται στην περιφέρεια
3
Παραδείγματα
Η περιφερειακή αυτοδιοίκηση έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη της επαρχίας.
Οι περιφερειακοί δρόμοι συνδέουν τα μικρότερα χωριά με τις μεγαλύτερες πόλεις.
Η περιφερειακή διάλεκτος διαφέρει από την επίσημη γλώσσα.
3