1. Συνώνυμα
    • τυχαίος
    • συμπτωματικός
    • προσωρινός
    3
  2. Αντώνυμα
    • μόνιμος
    • σταθερός
    • συνεχής
    3
  3. Ορισμός
    • Που συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις και όχι συχνά.
    • Που δεν είναι μόνιμος ή τακτικός.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο περιστασιακός καπνιστής δεν καπνίζει κάθε μέρα.
    • Έκανε μια περιστασιακή εμφάνιση στην εκδήλωση.
    2