Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιστασιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
περιστασιακά
-
περιστασιακή
-
περιουσιακός
-
περιοριστικός
-
περιφερειακός
-
περιστατικό
-
περιουσιακό
-
περισσός
)
Συνώνυμα
τυχαίος
συμπτωματικός
προσωρινός
3
Αντώνυμα
μόνιμος
σταθερός
συνεχής
3
Ορισμός
Που συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις και όχι συχνά.
Που δεν είναι μόνιμος ή τακτικός.
2
Παραδείγματα
Ο περιστασιακός καπνιστής δεν καπνίζει κάθε μέρα.
Έκανε μια περιστασιακή εμφάνιση στην εκδήλωση.
2