1. Λέξη
    περιπλανώμενος (επίθετο) - (παρόμοια: περιπλανώμαι - περιπλανιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • αλήτης
    • περιφερόμενος
    • ασταθής
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερός
    • μόνιμος
    • εγκατεστημένος
    3
  4. Ορισμός
    • που κινείται συνεχώς από μέρος σε μέρος χωρίς σταθερό προορισμό
    • που δεν έχει μόνιμη κατοικία ή βάση
    • που χαρακτηρίζεται από αστάθεια ή αβεβαιότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο περιπλανώμενος ταξιδευτής έφτασε στο χωριό μετά από μήνες στο δρόμο.
    • Η περιπλανώμενη σκιά του δέντρου έδινε μια αίσθηση μυστηρίου.
    • Ένας περιπλανώμενος σκύλος έψαχνε για τροφή στους δρόμους της πόλης.
    3