Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιπλανώμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
περιπλανώμαι
-
περιπλανιέμαι
)
Συνώνυμα
αλήτης
περιφερόμενος
ασταθής
3
Αντώνυμα
σταθερός
μόνιμος
εγκατεστημένος
3
Ορισμός
που κινείται συνεχώς από μέρος σε μέρος χωρίς σταθερό προορισμό
που δεν έχει μόνιμη κατοικία ή βάση
που χαρακτηρίζεται από αστάθεια ή αβεβαιότητα
3
Παραδείγματα
Ο περιπλανώμενος ταξιδευτής έφτασε στο χωριό μετά από μήνες στο δρόμο.
Η περιπλανώμενη σκιά του δέντρου έδινε μια αίσθηση μυστηρίου.
Ένας περιπλανώμενος σκύλος έψαχνε για τροφή στους δρόμους της πόλης.
3