Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιπλανιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
περιπλανώμαι
-
περιπλανώμενος
-
πετιέμαι
)
Συνώνυμα
περιφέρομαι
αλητεύω
περιφρονώ
3
Αντώνυμα
μένω
σταθεροποιούμαι
εγκαθίσταμαι
3
Ορισμός
Κινώ ασταμάτητα από μέρος σε μέρος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.
Βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης ή αβεβαιότητας.
2
Παραδείγματα
Μετά τη συνάντηση, άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης χωρίς προορισμό.
Το μυαλό του περιπλανιόταν σε σκέψεις για το μέλλον.
2