1. Λέξη
    περιπλανώμαι (ρήμα) - (παρόμοια: περιπλανιέμαι - περιπλανώμενος - περιποιούμαι - περιπλέκω)
  2. Συνώνυμα
    • περιφέρομαι
    • αλητεύω
    • περιφρονώ
    • περιδιαβαίνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • σταθερός
    • ακίνητος
    • εστιασμένος
    3
  4. Ορισμός
    • κινώμαι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή κατεύθυνση
    • μετακινούμαι από μέρος σε μέρος χωρίς σαφή προορισμό
    • βρίσκομαι σε κατάσταση αβεβαιότητας ή σύγχυσης
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ταξιδευτής άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους της άγνωστης πόλης.
    • Μετά το θάνατο της συζύγου του, περιπλανιόταν σαν να έχει χάσει κάθε σκοπό στη ζωή του.
    • Τα μάτια του περιπλανιόνταν στην αίθουσα, ψάχνοντας κάποιο γνώριμο πρόσωπο.
    3