Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιπλανώμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
περιπλανιέμαι
-
περιπλανώμενος
-
περιποιούμαι
-
περιπλέκω
)
Συνώνυμα
περιφέρομαι
αλητεύω
περιφρονώ
περιδιαβαίνω
4
Αντώνυμα
σταθερός
ακίνητος
εστιασμένος
3
Ορισμός
κινώμαι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή κατεύθυνση
μετακινούμαι από μέρος σε μέρος χωρίς σαφή προορισμό
βρίσκομαι σε κατάσταση αβεβαιότητας ή σύγχυσης
3
Παραδείγματα
Ο ταξιδευτής άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους της άγνωστης πόλης.
Μετά το θάνατο της συζύγου του, περιπλανιόταν σαν να έχει χάσει κάθε σκοπό στη ζωή του.
Τα μάτια του περιπλανιόνταν στην αίθουσα, ψάχνοντας κάποιο γνώριμο πρόσωπο.
3