Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περισσεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
περισσός
-
περισσότερο
-
περισσότερος
)
Συνώνυμα
αφθονώ
πληθαίνω
υπερβάλλω
3
Αντώνυμα
λείπω
ελλείπω
σπανίζω
3
Ορισμός
Έχω σε μεγάλη ποσότητα ή υπερβολικό βαθμό.
Βρίσκομαι σε κατάσταση υπερβολής ή πλεονάζουσας ποσότητας.
Διαθέτω περισσότερα απ' όσα χρειάζομαι.
3
Παραδείγματα
Στο κήπο μας περισσεύουν τα λουλούδια αυτή την εποχή.
Αφού μοιράσαμε τα γλυκά, περισσεύουν ακόμα μερικά.
Η ενέργειά του περισσεύει από ζωντάνια.
3